μαβής

μαβής
-ιά,
αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, βαθυκύανος, μενεξεδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mavi + κατάλ. -ης επιθέτων που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βυσσιν-ής, θαλασσ-ής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαβής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα μοβ, ο μενεξεδής: Σου πηγαίνουν τα μαβιά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”